- κέδρου
- κέδρονjuniper-berryneut gen sgκέδροςjuniper-berryfem gen sgκεδρόωembalm withpres imperat act 2nd sgκεδρόωembalm withimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek
κεδρί — το 1. μικρό κέδρο 2. το ξύλο τού κέδρου 3. σανίδα ή ράβδος από ξύλο κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεδρ ίον, υποκορ. τού κέδρος] … Dictionary of Greek
κεδρωτός — ή, ό (Α κεδρωτός, ή, όν) νεοελλ. αλειμμένος με πίσσα, πισσωμένος, κατραμωμένος αρχ. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ωτός (πρβλ. δαφν ωτός, κεγχρ ωτός)] … Dictionary of Greek
τζιν — (gin). Οινοπνευματώδες ποτό, που παρασκευάζεται κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες από σιτηρά (κριθάρι, σιτάρι, βρώμη) και αρωματίζεται με καρπούς κέδρου ή άλλες ουσίες (φλούδα λεμονιού ή πορτοκαλιού, κασσία, κάρδαμο, ρίζα ίριδας κ.ά.). Τη στιγμή… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ρεθύμνης νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντροδυτικής Κρήτης με όρια στα Α τον νομό Ηρακλείου και στα Δ τον νομό Χανίων, ενώ στα Β βρέχεται από το Κρητικό και στα Ν από το Λιβυκό πέλαγος. Έχει έκταση 1496 τ. χλμ. Διοικητικά ο νομός Ρ. χωρίζεται σε τέσσερις… … Dictionary of Greek
BRATHYS — apud Plin. l. 24. c. 11. Graece Βραθύ vel Βραθὺς arbor pumila, adeo ut herba a quibusdam dicatur; propriô nominie Herba Sabina Latinis, Virgil. In Culice, Herbaque thuris opes priscis imitata Sabma: Frutex fuit Graecis familiaris, et in sacris,… … Hofmann J. Lexicon universale
CEDRUS — arbor nobilis, memoratur Papinio Statio, Theb. l. 3. v. 142. Thessalis band aliter bello gavisa recenti: Cui gentile nefas hominem revocare canendo, Multifida attollens antiqua lumina cedro. Ubi antiquam vocat, quia diu durat. Hinc Virgilius… … Hofmann J. Lexicon universale
SABINA Herba — hodie Savinaria, Plinio l. 12. c. 17. arbor Bruta, Graecis Βραθὺς memoratur Virgilio in Culice, Herbaque thuris opes priscis imitata Sabina. Nempe Graeci veteres ante thuris notitiam et usum, hanc maxime ad suffitus adolere soliti erant. Plin. l … Hofmann J. Lexicon universale
άρκευθος — η (Α ἄρκευθος) είδος αγκαθωτού θαμνοειδούς κέδρου (Juniperus, γιουνίπερος). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άρκευθος είναι ίσως ξένης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με τον τ. άρκυς* «δίχτυ», επειδή τα κλαδιά του φυτού προσφέρονται για πλέξιμο. Ο τ. φέρει … Dictionary of Greek